Πηγή: Gala
Δημοσιογράφος: Κώστας Μπουρούσης
Μπορεί να μην είναι το πρώτο πράγμα που γνωρίζεις για εκείνη, όμως η Δόμνα Μιχαηλίδου είναι γέννημα θρέμμα του Πειραιά. Είναι μάλιστα τόσο Πειραιώτισσα ώστε η συνάντησή μας λαμβάνει χώρα στο πατρικό της σπίτι στην καρδιά του Μεγάλου Λιμανιού. Συγκεκριμένα στο παιδικό και εφηβικό δωμάτιό της, το οποίο σήμερα φιλοξενεί το πολιτικό γραφείο της. Είναι με άλλα λόγια το στρατηγείο της προεκλογικής καμπάνιας της στην κούρσα για τη διεκδίκηση μιας βουλευτικής έδρας στην Α’ Πειραιά στις προσεχείς εθνικές εκλογές. Παρότι πάνε σχεδόν 17 χρόνια από τότε που η ίδια έφυγε από την πατρογονική εστία της για σπουδές στη Μεγάλη Βρετανία και μολονότι από τότε έως σήμερα άλλαξε τρεις καριέρες (της οικονομολόγου, της ακαδημαϊκού και πλέον της πολιτικού), η Δόμνα Μιχαηλίδου θυμάται και αναπαριστά με τα χέρια της τον τρόπο που ήταν τοποθετημένα κάποτε τα έπιπλα στον χώρο.
Αν πάντως κάτι την ακολουθεί σαν πιστό σκυλί από τότε έως σήμερα, αυτό είναι σίγουρα η θρησκευτικής κοπής προσήλωση στην τάξη και η μεθοδικότητα. Α, και η εμμονή στη λεπτομέρεια. Πράγμα για το οποίο δεν χρειάζεται ούτε να τη ρωτήσεις, ούτε να μπεις στον κόπο να ανατρέξεις στο έργο που παράγει τα τελευταία τέσσερα χρόνια από τη θέση της υφυπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων. Φτάνει να την παρατηρήσεις να σκύβει και να μαζεύει ένα πλαστικό περιτύλιγμα πεταμένο στον κοινόχρηστο χώρο της πολυκατοικίας, για να οσφριστείς ότι έχεις να κάνεις με έναν άνθρωπο που δεν αφήνει τίποτα στην τύχη του και δεν φοβάται -κυριολεκτικά και μεταφορικά- να λερώσει τα χέρια του. Για καλό σκοπό.
Στα τέσσερα χρόνια που ασχολείται ενεργά με την πολιτική η Δόμνα Μιχαηλίδου είδε, έμαθε και, κυρίως, έκανε πολλά – ειδικά στο ζήτημα της αναδοχής και της υιοθεσίας. Ακουσε πρωτοκλασάτους υπουργούς σχεδόν να την περιπαίζουν επειδή «έβαλε τα κλάματα για τη δουλειά της», είδε άντρες συναδέλφους της να την προσπερνάνε κάνοντας το πρωτόκολλο χαρτοπόλεμο, άκουσε πολλές φορές τους άλλους να ξαφνιάζονται επειδή είναι «ωραία αλλά και έξυπνη». Παρ’ όλα αυτά, δεν αποθαρρύνθηκε. Αντιθέτως, αποφάσισε να μετρήσει για πρώτη φορά τις δυνάμεις της στην εκλογική αρένα. Αλλωστε η Δόμνα Μιχαηλίδου είναι σάρκα από τη σάρκα της γενιάς των millennials. Ξέρει όχι μόνο να αντεπεξέρχεται στις κρίσεις, αλλά να τις ξεπερνά.
GALA: Αναρωτιέμαι γιατί μια επιτυχημένη οικονομολόγος και ακαδημαϊκός αποφάσισε επιστρέψει στην Ελλάδα;
ΔΟΜΝΑ ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ: Ηθελα να γυρίσω στον τόπο μου. Ημουν 12 χρόνια, 12 πάρα πολύ ωραία χρόνια στο εξωτερικό. Ως επί το πλείστον έζησα στο Κέιμπριτζ, στην πραγματικότητα σε ένα χωριό. Ηταν όμως ένα μαγικό χωριό κυρίως χάρη στο πανεπιστήμιο με την ιστορία και την παράδοση 800 ετών. Από την άλλη, επειδή είμαι παιδί του κέντρου, μ’ αρέσουν η κίνηση, η πολυπολιτισμικότητα, η διαφοροποίηση στις συμπεριφορές. Ακόμα και η κοινωνική παραβατικότητα στα κέντρα των πόλεων με πεισμώνει και θέλω να ζήσω σε έναν τόπο για να τη λύσω. Ενα άλλο βασικό κίνητρο για να επιστρέψω στην Ελλάδα ήταν το γεγονός ότι είμαι μοναχοπαίδι. Δεν το έκανα για τους γονείς μου, για να τους κάνω κάποια χάρη, αλλά μου άρεσε, ήθελα να είμαι μαζί τους.
G.: Δύσκολο ή προνομιακό να μεγαλώνεις ως μοναχοπαίδι;
Δ.Μ.: Οι γονείς μου ήταν μαζί 18 χρόνια πριν αποφασίσουν να αποκτήσουν παιδί. Ηθελαν να ζήσουν τον έρωτά τους. Οταν γεννήθηκα λοιπόν και ήμουν παιδί έβγαινα πολύ συχνά με τους γονείς και τους φίλους των γονιών μου. Ημουν πάντα κομμάτι ενήλικων συζητήσεων – πολιτικών, φιλοσοφικών, κοινωνικών. Θα έλεγα λοιπόν ότι ωρίμασα πριν την ώρα μου. Ταξιδεύαμε πολύ με τους γονείς μου στο εξωτερικό, πηγαίναμε σε μουσεία, ακούγαμε κλασική μουσική, γιατί είχε μανία ο πατέρας μου. Θυμάμαι ήμουν οκτώ χρόνων και είχαμε περάσει τέσσερις ώρες στην Οπερα της Πράγας ακούγοντας τον «Μπορίς Γκοντουνόφ» στα ρώσικα. Βαριά πράγματα για ένα παιδί.
G.: Αλήθεια, τι παιδί ήσασταν;
Δ.Μ.: Ηρεμο. Δεν ήμουν ο καπετάν φασαρίας. Ως έφηβη απολάμβανα ελευθερία από τους γονείς μου. Σκεφτείτε ότι ήμουν η πρώτη από τις φίλες μου που έβγαινε ή η πρώτη που είχε αγόρι. Οι γονείς μου ήταν πολύ αυστηροί σε θέματα ηθικής και αισθητικής, αλλά ταυτόχρονα και πολύ φιλελεύθεροι.
G.: Πώς σας φανταζόσασταν τότε;
Δ.Μ.: Στο σχολείο μου έχουμε μια επετηρίδα που τη λέμε «Θησαυρό». Εκεί υπάρχει ένα μικρό κείμενο για καθέναν από τους μαθητές, πώς τους φαντάζονται οι φίλοι τους μετά από 20 χρόνια. Λέγανε λοιπόν για μένα: «Η Δόμνα θα έχει κάνει 15 master κι άλλα τόσα διδακτορικά και θα ’χει αναλάβει την οργάνωση των επόμενων Ολυμπιακών Αγώνων». Δεν ήμουν όμως ποτέ σίγουρη τι θα γίνω. Ηθελα να γίνω ναυπηγός, νομικός, πολιτικός. Στα 35 μου έχω αλλάξει τρεις καριέρες. Δεν το αποκλείω να αλλάξω άλλες τρεις. Κι αυτό είναι κάτι που έμαθα στο εξωτερικό. Δεν πρέπει να αναζητάς τη μονιμότητα στο αντικείμενό σου.
Η ποικιλία στο τι κάνεις σε κάνει και πιο πλούσιο σε εμπειρίες, πιο χρήσιμο και εντέλει πιο αποτελεσματικό.
G.: Τελικά ξεκινήσατε ως σύμβουλος του Κυριάκου Μητσοτάκη. Πώς γνωριστήκατε;
Δ.Μ.: Είχα έρθει για έναν χρόνο στην Ελλάδα προκειμένου να δουλέψω για την περίφημη τρίτη εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ήταν τότε υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης. Είχαμε λοιπόν αρκετούς κοινούς γνωστούς που ήξεραν ότι είμαι σκυλί στη δουλειά.
G.: Ετσι σας αποκαλούν;
Δ.Μ.: Είμαι πράγματι σκυλί στη δουλειά. Από μικρή. Δεν τη φοβάμαι. Μου αρέσει και με πεισμώνει. Για να επιστρέψω στην προηγούμενη ερώτηση, τότε ο Κυριάκος Μητσοτάκης με ρώτησε αν θα με ενδιέφερε να γίνω σύμβουλός του στα οικονομικά. Το μόνο που ζήτησα ήταν να μπορώ να επιστρέφω δύο ημέρες τον μήνα στην Αγγλία και να διδάσκω, ώστε να μη χάσω την επαφή μου με το Κέιμπριτζ.
G.: Σκεφτήκατε τότε την πολιτική ως επαγγελματική προοπτική;
Δ.Μ.: Το σκέφτηκα, αλλά θεώρησα ότι δεν ήταν και απαραίτητη συνθήκη για το μέλλον μου. Είχα κάνει συμβουλευτική ξανά για τα Ηνωμένα Εθνη, για τη βραζιλιάνικη Αναπτυξιακή Τράπεζα, για την κυβέρνηση του Ιράν, για αφρικανικές χώρες, οπότε γνώριζα το κομμάτι αυτό. Το να καλείσαι να το εφαρμόσεις για τη χώρα σου και μάλιστα σε μια περίοδο πολύ δύσκολη -ξεκίνησα τον Φεβρουάριο του 2017- είχε μια πρόκληση από μόνο του.
G.: Θυμάστε ποια ήταν η πρώτη σας σκέψη όταν ο πρωθυπουργός σάς πρότεινε τη θέση της υφυπουργού;
Δ.Μ.: «Θεέ μου, πώς θα γίνει να μάθω τα πράγματα όσο γρήγορα πρέπει να τα μάθω».
G.: Και πώς το κάνατε;
Δ.Μ.: Μου ήταν πολύ δύσκολο, όμως μέσα σε ένα εξάμηνο κατάφερα να χτίσω μια πολύ δυνατή ομάδα. Ημουν τυχερή γιατί συνεργάτες μου από την προηγούμενη δουλειά, εκείνη για τον ΟΟΣΑ, δέχτηκαν να δουλέψουν μαζί μου με υποπολλαπλάσιο μισθό, αλλά με διπλές ευθύνες. Θεωρώ ότι η ομάδα είναι το άλφα και το ωμέγα. Με έναν καπετάνιο το καράβι δεν πάει πουθενά. Το δεύτερο που έκανα ήταν ότι, παρόλο που ως πανεπιστημιακός ήμουν συνηθισμένη να κάνω τη δουλειά σε ένα γραφείο με έναν υπολογιστή, βγήκα έξω. Να καταλάβω ποιος είναι ο ευάλωτος. Πήγα σε γηροκομεία, σε ορφανοτροφεία, σε βρεφονηπιακούς σταθμούς, σε κέντρα ημερήσιας φροντίδας, σε κλειστές και ανοιχτές δομές.
G.: Σας δυσκόλεψε αυτή η επαφή σας με την αληθινή ζωή;
Δ.Μ.: Οχι. Και σε αυτό έπαιξαν δύο πράγματα ρόλο. Κατ’ αρχάς είμαι Πειραιώτισσα. Και οι Πειραιώτες δεν μασάμε, δεν φοβόμαστε, είμαστε μαχητικοί. Ξέρετε, τα στερεότυπα τελικά έχουν μια αλήθεια μέσα τους. Το δεύτερο είναι ότι ο πατέρας μου με έμαθε να δουλεύω πολύ και να μη φοβάμαι. Είχε κι ένα μότο που δεν ήταν ούτε του Βιτγκενστάιν ούτε του Σοπενάουερ, αλλά βγαλμένο από το γαλατικό χωριό του Αστερίξ. Μου έλεγε λοιπόν ότι το μόνο που πρέπει να φοβάμαι είναι μην πέσει ο ουρανός στο κεφάλι μου. Θυμάμαι καμιά φορά που όταν αγχωνόμουν, τον ρωτούσα πώς θα το κάνω αυτό και μου απαντούσε: «Ρε Δόμνα, κωλώνει το Ναυτικό;».
G.: Εχετε γίνει πιο σκληρή; Πιο ευάλωτη; Πιο ρεαλίστρια;
Δ.Μ.: Ολα αυτά που έχω αντιμετωπίσει με έχουν πεισμώσει και πολλά με έχουν θυμώσει. Υπάρχουν πράγματα που θα έπρεπε να έχουν λυθεί εδώ και δεκαετίες. Με θυμώνει, για παράδειγμα, το γεγονός ότι μέχρι πρόσφατα ο κόσμος διάλεγε παιδιά και τα ιδρύματα -ιδιωτικά ή δημόσια- ήταν ανεκτικά στο να επιλέγει ο κόσμος παιδιά προς υιοθεσία. Δεν είναι πουκάμισα τα παιδιά για να τα διαλέγεις. Η λογική είναι να βγάλεις το παιδί από το ίδρυμα και να το βάλεις σε μια οικογένεια. Το ζήτημα είναι παιδοκεντρικό. Εκτός από πείσμα και θυμό, όλα τα βιώματα μου έδωσαν μέτρο πάνω στη δική μου ζωή. Αρχισα να βλέπω τα πράγματα και τα προβλήματα στη σωστή τους κλίμακα. Ακόμα και την αρρώστια του πατέρα μου, την οποία έζησα πολύ έντονα και από πολύ κοντά, με έκανε να τη δω όσο αβάσταχτη κι αν είναι σε ένα μέτρο. Ακόμα και στη μεγάλη δυσκολία η ζωή σού δίνει μέτρο. Το άλλο που παρατηρώ είναι -δεν ξέρω αν ευθύνεται η δουλειά ή η απώλεια του πατέρα μου- ότι έχω γίνει πάρα πολύ ευσυγκίνητη. Κλαίω πολύ εύκολα. Στο θέατρο, στο σινεμά, διαβάζοντας κάτι.
G.: Τελευταία φορά που κλάψατε;
Δ.Μ.: Προχθές, που έβλεπα τη νέα σεζόν του «Fauda» στο Netflix.
G.: Το λέτε πάντως. Δεν σας ενδιαφέρει το προσωπείο της σιδηράς κυρίας;
Δ.Μ.: Καθόλου. Βέβαια, όπως έλεγε και ο πατέρας μου, στο τέλος ξυρίζουν τον γαμπρό. Πολλοί μου λένε ότι τους αρέσει το ανθρώπινο πρόσωπό μου, το γεγονός ότι δεν είμαι ξύλινη, ότι δείχνω «κανονική». Ομως δεν ξέρω αν αυτό είναι που τελικά θα με πετάξει έξω από το σύστημα ή αν θα με κουράσει τόσο ώστε να αναγκαστώ να φύγω.
G.: Γιατί υποψήφια τώρα;
Δ.Μ.: Γιατί η δουλειά της εκπροσώπησης και της αντιπροσώπευσης των πολιτών σε πεισμώνει και σε γεμίζει όσο δεν φαντάζεστε. Από την άλλη, σε άλλον Πειραιά μεγάλωσα, σε άλλον -λίγο χειρότερο- Πειραιά γυρνούσα από τα 17 ως τα 30 και σε έναν άλλον -καλύτερο- Πειραιά είμαι τώρα. Η πόλη έχει αρχίσει να ανακάμπτει και είναι πρόκληση για μένα να συμβάλλω ώστε να γίνει ο τόπος μου καλύτερος απ’ όσο τον θυμάμαι όταν μεγάλωνα.
G.: Η πολιτική είναι ανοιχτή σε νέους και λιγότερο «ξύλινους» ανθρώπους;
Δ.Μ.: Να σας πω ποιο είναι το πρόβλημα; Οτι οι νέοι άνθρωποι δεν είμαστε ανοιχτοί στην πολιτική. Σε πολλούς προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι ενδιαφέρομαι και κάνω αυτή τη δουλειά. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει απαξίωση των νέων προς την πολιτική. Είτε επειδή θεωρούμε ότι υπάρχει διαφθορά, είτε επειδή πιστεύουμε ότι δεν υπάρχει αποτελεσματικότητα, είτε γιατί υπάρχει μια περιρρέουσα πεποίθηση ότι όλα είναι μάταια. Δυστυχώς, η δική μας γενιά έχει παραιτηθεί σε μεγάλο βαθμό από την πολιτική. Αλλά στο χέρι των νεότερων είναι να το αλλάξουμε. Ειδικά σε μια περίοδο όπου η πολιτική δείχνει ότι έχει χώρο και για τους νέους και για τις γυναίκες.
G.: Μια γυναίκα πρέπει να προσπαθεί διπλά και τριπλά;
Δ.Μ.: Ξεκάθαρα. Μπορεί να είμαστε καλύτερα σε επίπεδο εκπροσώπησης στο τραπέζι, αλλά άπαξ και βρεθείς, πρέπει να μιλήσεις δυο και τρεις φορές πιο δυνατά από τον άνδρα για να ακουστεί η φωνή σου.
G.: Εχετε βρεθεί σε τέτοια θέση;
Δ.Μ.: Πάρα πολλές φορές. Και εκεί ξέρετε τι συμβαίνει; Οταν συχνά χρειάζεται να υψώσεις τον τόνο της φωνής σου, γιατί χρειάζεται κι αυτό καμιά φορά, για να υπενθυμίσεις ότι δεν είσαι απλώς ένα pretty face και ότι δεν κάνεις μόνο τικ στο κουτάκι της ποσόστωσης, σου λένε: «Ωχ, κοίτα. Αυτή είναι ωραία αλλά είναι και έξυπνη». Γιατί να υπάρχει αυτό το αλλά; Θα έλεγε κανείς λόγου χάρη ποτέ για τον Ισπανό πρωθυπουργό «είναι ωραίος, αλλά είναι και έξυπνος»;
G.: Εκτός από πολιτικός, είστε μια γυναίκα 35 ετών. Ζωή, καθημερινότητα, προλαβαίνετε να έχετε αυτή την περίοδο;
Δ.Μ.: Θα βγω δυο-τρεις φορές τη βδομάδα με φίλους μου για φαγητό ή για ένα κρασί. Με πιάνει τρέλα να επιστρέψω από τη δουλειά και να είμαι σπίτι μόνη. Αφήστε που αν παραγγείλω, θα φάω τα πάντα. Από μακαρόνια μέχρι παγωτό. Γι’ αυτό δεν μένω συχνά σπίτι.
G.: Αυτά τα τέσσερα χρόνια έχετε πει ποτέ: «Πού πήγα κι έμπλεξα»;
Δ.Μ.: Εχω πει «τα ’θελες και τα ’παθες». Οταν βλέπω χτυπήματα κάτω από τη μέση, είτε αναφέρονται στο πώς κάνω τη δουλειά μου, είτε στο τι φοράω ή με ποιον κοιμάμαι. Το ήξερα ότι θα είναι έτσι. Και είναι έτσι.
G.: Ποια είναι η φιλοδοξία σας στην πολιτική;
Δ.Μ.: Δεν ήμουν ποτέ άνθρωπος με στόχους. Ποτέ δεν ήξερα τι θα κάνω μετά. Καημό το είχε ο πατέρας μου. Πάντα μαλώναμε για το γεγονός ότι δεν ήξερα το επόμενο βήμα μου. Με νοιάζει να ασχολούμαι με κάτι που μου αρέσει και που μπορώ να το κάνω καλά. Σ’ αυτή τη φάση της ζωής μου φυσικά και έχω στόχο να εκλεγώ και να συνεχίσω την προσφορά στην κοινωνία και τους πολίτες.
G.: Εχετε κάποια μικρή καθημερινή ιεροτελεστία;
Δ.Μ.: Ξέρω τι δεν κάνω κάθε μέρα αν και θα έπρεπε. Δεν ξεβάφω κάθε βράδυ τα μάτια μου.
G.: Σας έχει λείψει κάτι στη ζωή;
Δ.Μ.: Αυτή την περίοδο τα ταξίδια.
G.: Αγαπημένο ταξίδι;
Δ.Μ.: Αν και έχω ταξιδέψει πολύ και έχω ζήσει από το Σουδάν και την Ουγκάντα μέχρι την Ινδία και τη Βραζιλία, εκείνο το ταξίδι που μου έχει αποτυπωθεί είναι ένα road trip για έναν μήνα στην Προβηγκία. Τώρα που το λέτε, έχω πολύ καιρό να πάρω μία εβδομάδα διακοπές.
G.: Πόσο δηλαδή;
Δ.Μ.: Τέσσερα χρόνια.
G.: Σας λείπει η ξεγνοιασιά;
Δ.Μ.: Και λίγος ύπνος